|
Σήμερα, η
Ευρώπη δείχνει να έχει βάλει «μπροστά» την
υλοποίηση ενός Μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού,
εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν τεράστια οικονομικά
οφέλη για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες
έχουν στερηθεί τη «φθηνή ενέργεια» που παρείχε η
Ρωσία πριν τον πόλεμο. Άλλωστε, αυτό ήταν και το
«τυράκι» που πρόσφερε ο Σολτς το 2022,
προκειμένου να αντισταθμίσει την επιβάρυνση
κόστους που θα έφερνε στις γερμανικές
βιομηχανίες η διακοπή της ροής του ρωσικού
φυσικού αερίου και πετρελαίου, εξαιτίας των
κυρώσεων.
Αυτό
προφανώς δε θα αφορά μόνο τις παραδοσιακές
εταιρείες που ασχολούνται με τον πολεμικό
εξοπλισμό, αλλά και άλλες εταιρείες, οι οποίες
ενδέχεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτή τη
στιγμή. Για παράδειγμα, η Volkswagen θα μπορεί
να δίνει ολόκληρες γραμμές παραγωγής στη
Rheinmetall για την παραγωγή αρμάτων μάχης.
Σε κάθε
περίπτωση, το ReArm Europe βρίσκεται σε εξέλιξη
και η υποχρέωση των χωρών να φτάσουν τις
αμυντικές τους δαπάνες στο 5% μέχρι το 2035
δείχνει να επιταχύνει τις διαδικασίες.
Άλλωστε, το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 6 Μαρτίου 2025
υπογράμμισε -εντός της λεγόμενης Λευκής Βίβλου-
την ανάγκη τόνωσης της ανταγωνιστικότητας της
ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, με έμφαση στην
αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και στη
διευκόλυνση κοινών προμηθειών μεταξύ πολλών
κρατών-μελών της ΕΕ σε στρατιωτικό εξοπλισμό.
Το σχέδιο
ReArmEurope/Readiness 2030, που συνοδεύει τη
Λευκή Βίβλο, παρέχει χρηματοδοτικά μέσα για την
ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ μέσω
σημαντικών επενδύσεων και διαρθρωτικών αλλαγών.
Προβλέπει την κινητοποίηση έως και 800 δισ.
ευρώ, εκ των οποίων 150 δισ. ευρώ προέρχονται
από το νέο χρηματοδοτικό μέσο δράσης SAFE
(Security Action For Europe). Παράλληλα,
προτείνεται η ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας
διαφυγής που προβλέπεται στο Σύμφωνο
Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) για την περίοδο
2025-28.
Έχει
καταστεί σαφές ότι η -βιομηχανικά προβληματική-
Ευρώπη «ποντάρει» πολλά στην υλοποίηση ενός
δημόσιου επενδυτικού προγράμματος για να
εξοπλιστεί και θεωρεί ότι αυτό θα συνδράμει στην
αναζωογόνηση των βιομηχανικών τομέων και την
ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σε
οικονομικούς όρους, η αύξηση θα βασιστεί σε
δημόσιο δανεισμό, ο οποίος θα φορτωθεί στις
«πλάτες» των Ευρωπαίων πολιτών από δημοσιονομικά
επιβαρυμένες οικονομίες. Κι αυτή είναι μόνο μία
από τις ενδεχόμενες συνέπειες…
Γιάννης Αγουρίδης (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
|