|
Και λέω
γενοκτονία, γιατί έχουμε περάσει προ πολλού το
όριο στο οποίο μπορούσαμε να παίζουμε με τις
λέξεις. Γιατί μετά από πάνω από 53.000 νεκρούς,
την καταστροφή πολύ μεγάλου μέρους του κτιριακού
αποθέματος καθώς και των περισσότερων
νοσοκομείων και σχολείων, τον τρέχοντα
αποκλεισμό ως προς την πρόσβαση ανθρωπιστικής
βοήθειας και, προφανώς, όλες τις διακηρύξεις
περί εθνοκάθαρσης της Γάζας με μαζική εκτόπιση
του πληθυσμού της, είναι παραπάνω από σαφές ότι
είμαστε εντός του ορισμού της γενοκτονίας με
βάση το διεθνές δίκαιο και τις απόψεις των
διεθνών οργανισμών.
Και το
πρόβλημα δεν είναι προφανώς ότι όλοι όσοι
καταδικάζουν τις διαμαρτυρίες δεν βλέπουν τη
γενοκτονία. Θα ήταν πρακτικά αδύνατο να συμβεί
αυτό, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να
προσπεράσει κανείς τις εικόνες και τις ειδήσεις.
Το πρόβλημα
είναι ότι την βλέπουν και τη νομιμοποιούν.
Και δεν το
κάνουν απλώς και μόνο από κάποια τοποθέτηση υπέρ
της δικαιώματος του Ισραήλ να υπάρχει (βεβαίως
χωρίς να κάνουν τον κόπο να συμπληρώσουν πώς
μπορεί αυτό να υπάρξει και σε ποια σχέση με έναν
λαό που έχει επίσης δικαίωμα στην αυτοδιάθεση).
Στα μάτια
τους σήμερα το Ισραήλ φαντάζει ως το
προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στους
«βαρβάρους» και η νίκη του πρέπει να επιδιωχθεί
πέραν οποιουδήποτε κόστους.
Όσο για την
τρόπο που αναπαράγουν την κατηγορία περί
αντισημιτισμού, το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι
παραβλέπουν το αυτονόητο, δηλαδή ότι η κριτική
στο κράτος του Ισραήλ, όπως και η κριτική στον
σιωνισμό ως πολιτική ιδεολογία με έντονα
στοιχεία εποικιστικής αποικιοκρατίας, δεν
μπορούν να θεωρηθούν αντισημιτισμός.
Είναι ότι
δεν συνειδητοποιούν ότι στις τοποθετήσεις τους
υιοθετούν οι ίδιοι τρόπους που θυμίζουν τον
αντισημιτισμό. Γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να
προσπεράσει τους ανατριχιαστικούς συνειρμούς που
προκαλεί η συλλήβδην αντιμετώπιση ενός πληθυσμού
ως δυνάμει εξοντώσιμου, η συστηματική χρήση
στερεοτύπων για τους Παλαιστινίους, η
αναπαραγωγή καρικατούρων για τους «ισλαμιστές»
που θυμίζει κάποιες άλλες καρικατούρες στη
δεκαετία του 1930 στη Γερμανία. Προσπερνώντας
ότι εάν κάτι μας δίδαξε η τρομαχτική εμπειρία
της Σοά και των εργοστασίων θανάτου στα
ναζιστικά λάγκερ είναι ακριβώς ο τρόπος με τον
οποίο με τον οποίο ένας ολόκληρος πληθυσμός
καθίσταται τελικά πλήρως φονεύσιμος, ξεκινώντας
από το «αυτοί δεν έχουν θέση εδώ, ανάμεσά μας».
Και εδώ
νομίζω ότι βρίσκεται το βασικό ζήτημα γύρω από
αυτή τη συνειδητή επιλογή νομιμοποίησης μιας
γενοκτονίας εν εξελίξει. Και αυτό έχει να κάνει
με το εσωτερικό κοινωνιών όπως η δική μας. Ο
μεγαλύτερος κίνδυνος από αυτή τη συστράτευση στο
πλευρό του Ισραήλ και της κυβέρνησής του είναι η
κανονικοποίηση της βαναυσότητας. Η αποδοχή της
ως ενδεδειγμένης πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι
σήμερα από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές τους
Ισραήλ στην Ευρώπη είναι οι εκπρόσωποι της
Ακροδεξιάς, δηλαδή – γιατί ιστορική αμνησία δεν
έχουμε – οι πολιτικοί κληρονόμοι της ιστορικού
ευρωπαϊκού αντισημιτισμού. Και δεν το κάνουν από
κάποια «μεταμέλεια», αλλά γιατί βλέπουν στην
πολιτική της ισραηλινής κυβέρνησης μια εκδοχή
της δικής τους τοποθέτησης. Άλλωστε, στη
«δυτική» δημόσιοα σφαίρα η υποστήριξη στο Ισράηλ
συνδυάζεται πάει χέρι χέρι με την απαίτηση για
ακόμη πιο σκληρές αντιμεταναστευτικές,
αντιπροσφυγικές και ισλαμοφοβικές πολιτικές.
Μόνο που η
κανονικοποίηση της βαναυσότητας δεν αφορά μόνο
την Ακροδεξιά σήμερα. Αφορά και μεγάλο μέρος των
«συστημικών» ή «κεντρώων» δυνάμεων. Και δεν
πρόκειται απλώς για μια «ρεάλ πολιτίκ» με
γεωπολιτικούς όρους. Αντιθέτως, αποτυπώνει τον
τρόπο που ένας νεοφιλελευθερισμός που έχει
εξαντλήσει προ πολλού και κάθε διεκδίκηση
οικονομικής αποτελεσματικότητας και κάθε
δυνατότητα κοινωνικής νομιμοποίησης,
αναδιπλώνεται σήμερα σε μια βαθιά πειθαρχική και
αυταρχική εκδοχή, στοχοποιώντας την αλληλεγγύη,
τη συλλογικότητα και τη διεκδίκηση και
προσφέροντας πια όχι «οράματα ευημερίας» αλλά
διαρκή «διαχείριση απειλών». Και με την
«αντιτρομοκρατική ιδεολογία» (σε όλες τις
παραλλαγές προσφοράς «τάξης και ασφάλειας») να
αναδεικνύεται πλέον σε έναν στρατηγικό πυρήνα
πολιτικής, το Ισραήλ ανάγεται σε κράτος-πρότυπο.
Πράγμα που
σημαίνει ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι
απλώς μια αντιπαράθεση για το τι συμβαίνει στην
Παλαιστίνη. Γύρω από θέση που παίρνουμε για τη
Γάζα συγκρούονται σήμερα συνολικότερα αξιακά
προτάγματα. Είναι μια σύγκρουση, σε τελικά
ανάλυση, για το προς τα πού θέλουμε να πάνε οι
κοινωνίες μας και για το εάν θα τις αφήσουμε να
κατρακυλήσουν ακόμη περισσότερο στη βαναυσότητα
και τον κυνισμό.
Γιατί θα
έρθει μια στιγμή που επόμενες γενιές θα μας
ρωτήσουν εάν σιωπήσαμε την ώρα του κακού.
Παναγιώτης
Σωτήρης (in.gr)
|