|
Η ΤΝ μπορεί
πράγματι να επιφέρει ή να συνεισφέρει σε
σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αποτελεσματικότητας
και απόδοσης. Ωστόσο, όταν ένας υπάλληλος ή ένα
διοικητικό όργανο προβαίνει σε ενέργειες ή
λαμβάνει αποφάσεις (που απαιτούν νοημοσύνη!),
υφίστανται – σε ένα κράτος δικαίου αυτονόητες –
απαιτήσεις αναφορικά με την ακρίβεια, την
αξιοπιστία, την ορθότητα της κρίσης τους, ενώ
αναμφίβολα τίθενται επιτακτικά τα ζητήματα της
δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης, της
αιτιολογίας, της λογοδοσίας και της ευθύνης
παράλληλα προς τις επιφυλάξεις για τη
διαχειρισιμότητα, την κοινωνική αποδοχή και την
πολιτική/δημοκρατική νομιμοποίηση της «απόφασης
διά της ΤΝ».
Η προβολή
ενός ανθρωπομορφικού ψηφιακού – έστω ως
πειραματικού – προτύπου υπουργού εδράζεται σε
μία αντίληψη ότι η «μηχανή» είναι απαλλαγμένη
από πάθη, εμπάθειες, αδυναμίες, προκαταλήψεις,
γνωστικά και αντιληπτικά όρια και, συνεπώς,
αποφασίζει αρτιότερα, αντικειμενικότερα και
δικαιότερα από τον άνθρωπο. Η υιοθέτηση αυτής
της προσέγγισης παραβλέπει ορισμένα – εγγενή –
χαρακτηριστικά της ΤΝ που ενέχουν κινδύνους που
αφορούν εν τέλει την ουσία ενός δημοκρατικού
κράτους και των θεσμών του.
Οι
συστάσεις και αποφάσεις που παράγει είναι
συνάρτηση της ποιότητας των δεδομένων με
αποτέλεσμα συχνά να αποδίδει και να διαιωνίζει
τις προκαταλήψεις των σχεδιαστών του συστήματος
αλλά και τις προκαταλήψεις και τα ελλείμματα των
δεδομένων με τα οποία τροφοδοτείται και
εκπαιδεύεται. Μείζον είναι το πρόβλημα ότι η
διεργασία που απολήγει στα στοιχεία εξόδου, οι
προγνώσεις, συστάσεις, αποφάσεις του συστήματος,
χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια, έλλειψη
προβλεψιμότητας και επεξηγησιμότητας.
Εν ολίγοις
δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς «σκέφτηκε» το
«μαύρο κουτί» της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Χωρίς να
παραβλέπει κανείς την απήχηση της άποψης που
θέλει τις «μηχανές» αντικειμενικότερους (και άρα
αυτονόητα δικαιότερους;) αποφασίζοντες, η άκριτη
εναπόθεση αρμοδιοτήτων και ευθυνών στην Τεχνητή
Νοημοσύνη μπορεί να ενισχύει περαιτέρω τη
διάβρωση της «διαδικαστικής» (και όχι μόνο)
νομιμοποίησης και της εμπιστοσύνης στους
δημόσιους θεσμούς και την κυριαρχία του νόμου.
Σημαίνει
αυτό μια – τεχνοφοβική – απόρριψη μιας εξέλιξης
που ήδη έχει διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής;
Κάθε άλλο. Το κράτος και η ποιότητα των
υπηρεσιών του συνδέονται άρρηκτα με τη
δυνατότητα να εξελίσσονται, ώστε να
ανταποκρίνονται σε μεταβαλλόμενες συνθήκες και
ανάγκες. Η «ανάθεση» όμως (της υποστήριξης!) της
διακυβέρνησης σε ένα σύστημα ΤΝ πρέπει να
συνοδεύεται από την εφαρμογή των κανόνων που
διασφαλίζουν την τήρηση βασικών αρχών και
απαιτήσεων της χρηστής διοίκησης, λογοδοσία και
ευθύνη αλλά και την προστασία θεμελιωδών
δικαιωμάτων.
Ισως ακόμη
πιο σημαντικό: ήδη στη φάση του σχεδιασμού
τέτοιων συστημάτων πρέπει να γίνεται μια
ουσιαστική και πολυδιάστατη «εκτίμηση
επιπτώσεων» στην κοινωνία, στις σχέσεις κράτους
με πολίτες και επιχειρήσεις, στα δικαιώματα και
τη δημοκρατία, ώστε να υπάρχει σωστή κατανόηση
της συγκεκριμένης τεχνολογίας, των δυνατοτήτων
αλλά και των κινδύνων της.
*Η κυρία
Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου
Αιγαίου.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|