|
Δεδομένα,
τόσο η επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας, όσο
και η ημερομηνία διεξαγωγής της συνάντησης,
έχουν ξεχωριστό συμβολισμό. Από τη μια, η Αλάσκα
αποτελούσε ένα εκ των κοσμημάτων της Ρωσικής
Αυτοκρατορίας για εκατόν είκοσι πέντε χρόνια,
προτού ο Τσάρος Αλέξανδρος Β’ αποφασίσει να την
παραχωρήσει στις ΗΠΑ και τον Άντριου Τζόνσον το
1867, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου οι ευρωπαϊκές
αυτοκρατορίες είχαν ήδη ξεκινήσει να παίρνουν
την κάτω βόλτα, ενώ οι ΗΠΑ αναδύονταν σταδιακά
ως the new kid on the block, γεωπολιτικά
μιλώντας. Η δε επιλογή της 15ης Αυγούστου
προσδίδει στον συμβολισμό, καθώς η Κοίμηση της
Θεοτόκου αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως άγια
ημέρα τόσο για τη ρωσική όσο και για την
ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Πούτιν σίγουρα
δεν βρίσκεται στη θέση να διαπραγματευτεί την
επιστροφή της Αλάσκα, ωστόσο το σενάριο στο
οποίο αντιμετωπίζει τον Τραμπ ως ίσος, στα
–συναισθηματικά φορτισμένα– παγωμένα χώματα του
Άνκορατζ, εξασφαλίζοντας την προσάρτηση ενός
σημαντικού τμήματος της Ουκρανίας στη Ρωσική
Ομοσπονδία, μοιάζει βγαλμένο από την ύλη των
ονείρων του· και εκείνη των εφιαλτών του
Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Το μεγάλο
παζάρι στον Αρκτικό Κύκλο
Αν και οι
λεπτομέρειες της διμερούς ατζέντας παραμένουν
προς το παρόν ασαφείς, δεν υπάρχει η παραμικρή
αμφιβολία πως ο Πούτιν θα επιβεβαιώσει εκ νέου
την πρόθεσή του να αναστείλει τις επιχειρήσεις
των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ανατολική
Ουκρανία, εφόσον ο Τραμπ τού εξασφαλίσει μια
σειρά εδαφικών παραχωρήσεων. Συγκεκριμένα, ο
Πούτιν αναμένεται να ζητήσει την αναγνώριση της
προσάρτησης –είτε του συνόλου, είτε ενός
σημαντικού ποσοστού– των ουκρανικών διοικητικών
περιοχών του Ντονμπάς, συμπεριλαμβανομένων των
Λουχάνσκ και Ντονέτσκ, αλλά και της Χερσόνας,
καθώς οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ήδη
θέσει τα συγκεκριμένα εδάφη υπό τον έλεγχό τους·
η περίπτωση της Ζαπορίζια είναι περισσότερο
σύνθετη. Την ίδια στιγμή, ο Ρώσος Πρόεδρος
δεδομένα θα εκμεταλλευτεί την πρωτοφανή ευκαιρία
της συγκεκριμένης συνάντησης, ώστε να ζητήσει
και τη διεθνή αναγνώριση της προσάρτησης της
Κριμαίας στη Ρωσία, κάτι το οποίο προσπαθεί να
επιτύχει από το 2014, όταν και η ουκρανική
χερσόνησος ετέθη de facto υπό ρωσικό έλεγχο.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως ο βαθμός στον
οποίο ο Πούτιν θα επιχειρήσει να πάρει το
απόλυτο σε επίπεδο εδαφικών προσαρτήσεων θα
εξαρτηθεί και από την πρόθεση του Τραμπ να
συμβάλει στην άρση τουλάχιστον ορισμένων εκ των
κυρώσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί εναντίον της
Μόσχας. Αυτό μοιάζει ως το ιδανικό σενάριο για
τη ρωσική κυβέρνηση, καθώς, ακόμα κι αν δεν
επιτύχει την πλήρη προσάρτηση των παραπάνω
ουκρανικών διοικητικών περιοχών, η διατήρηση των
τμημάτων τους τα οποία ήδη ελέγχει θα
εξυπηρετήσει ένα μεταπολεμικό αφήγημα μιας
επιτυχημένης στρατιωτικής αλλά και ιδεολογικής
αποστολής.
Από την
πλευρά του, ο Αμερικανός Πρόεδρος φαίνεται πως
βλέπει θετικά τη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά και
τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Μόσχα
αναφορικά με την απόσυρση των ουκρανικών
δυνάμεων από την Ανατολική Ουκρανία, ώστε οι δύο
πλευρές να προχωρήσουν σε μια κατάτμηση των
εδαφών σε δεύτερο χρόνο. Παρότι κατά τη διάρκεια
των τελευταίων εβδομάδων ο Αμερικανός Πρόεδρος
υιοθέτησε μια σαφώς περισσότερο υποστηρικτική
στάση απέναντι στο Κίεβο –προχωρώντας, μάλιστα,
στην έγκριση της παροχής των αντιαεροπορικών
βαλλιστικών συστημάτων τύπου Patriot, τα οποία
ζητούσε επιμόνως ο Ζελένσκι ήδη από τα χρόνια
της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν– εντούτοις θα
προτεραιοποιούσε χωρίς δεύτερη σκέψη τη σύναψη
μιας διμερούς συμφωνίας με τον Ρώσο ομόλογό του,
η οποία θα οδηγούσε επιτέλους στον τερματισμό
του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, ακόμα κι αν αυτή θα
προβλέπει μια αξιακά απαράδεκτη συνθηκολόγηση με
το Κρεμλίνο, επιτρέποντας στη Ρωσία ουσιαστικά
να αναδείξει εαυτόν νικητή του πολέμου. Εξάλλου,
τόσο η παράταση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου όσο
και το γεγονός πως σε καμία στιγμή κατά τη
διάρκεια των τελευταίων μηνών δεν προέκυψε μια
συνθήκη η οποία να προοικονομούσε έναν
παραγωγικό συμβιβασμό μεταξύ Μόσχας και Κιέβου,
πλήττει τον Τραμπ ποικιλοτρόπως, διαβρώνοντας
τόσο το πολιτικό του κεφάλαιο, καθώς η
αλλοπρόσαλλη στάση την οποία έχει υιοθετήσει
απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα έχει ξεκινήσει
να δημιουργεί προβλήματα στις τάξεις των
Ρεπουμπλικάνων, όσο και το προσωπικό του κύρος,
καθώς στερείται τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει
πως αποτελεί τον ικανότερο εκλεγμένο dealmaker
της αμερικανικής ιστορίας.
Σε αυτό το
πλαίσιο, μια πρώτη εκτίμηση της επικείμενης
συνάντησης μεταξύ Τραμπ και Πούτιν στην Αλάσκα
προδιαγράφει μια ενδεχόμενη προσχώρηση της
Ουάσινγκτον στη θέση που όλοι αντιλαμβάνονται
ήδη από τους πρώτους μήνες του 2022, αλλά κανείς
δεν τολμά να ψελλίσει: ο μόνος τρόπος ώστε να
τερματιστεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος –ο οποίος
έχει μετατραπεί σε έναν ανηλεή πόλεμο φθοράς,
όπου η Μόσχα έχει σαφές πλεονέκτημα στο πεδίο–
είναι η προσάρτηση στη Ρωσία εκείνων των
ουκρανικών εδαφών τα οποία θα επιτρέψουν στον
Ρώσο Πρόεδρο να υποστηρίξει στο εσωτερικό της
χώρας πως πέτυχε τους στόχους τους οποίους είχε
θέσει. Παράλληλα, η συγκεκριμένη εξέλιξη θα
επιτρέψει στον Αμερικανό Πρόεδρο να υποστηρίξει
πως, ακόμα κι αν τελικά δεν τα κατάφερε εντός
ενός εικοσιτετραώρου, όπως δεσμευτόταν
προεκλογικά, εντέλει πέτυχε τον τερματισμό της
σύγκρουσης, την οποία εξάλλου κληρονόμησε από
τον προκάτοχό του, τονίζοντας πως υπό τη δική
του προεδρία δεν θα ξεκινούσε ποτέ. Κυρίως,
όμως, μια καταρχήν διμερής συμφωνία μεταξύ
Ουάσινγκτον και Μόσχας σχετικά το μέλλον του
ρωσο-ουκρανικού πολέμου θα επιτρέψει στην
αμερικανική κυβέρνηση να εστιάσει στην έτερη
γεωπολιτική σύγκρουση την οποία εκλήθη να
διαχειριστεί, στη Μέση Ανατολή, και η οποία
απειλεί να κακοφορμίσει ξανά.
Ένα σενάριο
τρόμου για την Ουκρανία – και την Ευρώπη
Στην πρώτη
αντίδραση του μετά και τις ανακοινώσεις της
αμερικανικής και της ρωσικής κυβέρνησης
αναφορικά με την επικείμενη διμερή συνάντηση
στην Αλάσκα, ο Ουκρανός Πρόεδρος, Βολοντίμιρ
Ζελένσκι, επανέλαβε την πάγια θέση του Κιέβου,
δηλαδή πως η ουκρανική κυβέρνηση δεν πρόκειται
να συνηγορήσει στην παραχώρηση οποιουδήποτε
τμήματος της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας
προς τη Ρωσία, αλλά και οποιασδήποτε επίσημης
αναγνώρισης της απώλειας της Κριμαίας. Βλέποντάς
το από την ουκρανική πλευρά, μια τέτοια κίνηση
εκ μέρους του Ζελένσκι –αλλά και οποιουδήποτε
Ουκρανού Προέδρου, πλην ενός πολιτικού
υποχείριου της Μόσχας– θα ήταν απολύτως
αυτοκτονική πολιτικά, αλλά και καταδικαστική
εθνικά· στην πράξη, το μόνο βιώσιμο σενάριο θα
αποτελούσε θεωρητικά μια συνθηκολόγηση, η οποία
θα επανατοποθετούσε τα σύνορα μεταξύ των δύο
κρατών ακριβώς εκεί που βρίσκονταν πριν και το
ξέσπασμα του πολέμου πίσω στον Φεβρουάριο του
2022, σε έναν παραλληλισμό με τον Πόλεμο της
Κορέας και το status quo του 38ου παραλλήλου.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο σενάριο το διαψεύδει η
εξής συνθήκη: σε αντίθεση με την Ουκρανία, η
Ρωσία έχει τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να
μάχεται στην Ανατολική Ουκρανία αλλά και να
αξιοποιεί στο έπακρο την απειλή χρήσης τακτικών
πυρηνικών όπλων, ώστε να αποσυμπιέζει τη
διπλωματική και οικονομική πίεση η οποία της
ασκείται εκ μέρους της Δύσης.
Αυτό
σημαίνει πως, παρότι ο Τραμπ αντιλαμβάνεται τη
μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται ο
Ζελένσκι, και παρότι η προσωπική σχέση μεταξύ
των δύο ηγετών έχει βελτιωθεί αισθητά συγκριτικά
με τη θρυλική, πλέον, πρώτη τους συνάντηση στον
Λευκό Οίκο τον Μάρτιο, εντούτοις τη δεδομένη
χρονική στιγμή δεν φαίνεται οποιοσδήποτε τρόπος
ώστε η συνάντηση στην Αλάσκα να εξυπηρετήσει τις
ουκρανικές θέσεις, εκτός συγκλονιστικού
απροόπτου. Στην πράξη, μένει να φανεί αν ο
Αμερικανός Πρόεδρος θα καταφέρει να πείσει τόσο
τον Πούτιν να μετριάσει τις εδαφικές του
απαιτήσεις, όσο και τον Ζελένσκι να συμβιβαστεί
με μια ζοφερή –για εκείνον, την κυβέρνησή του,
και τη χώρα του πραγματικότητα– απέναντι στην
οποία, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει
οποιαδήποτε εναλλακτική. Σε κάθε περίπτωση, όπως
κα αν επισημοποιηθεί η προσάρτηση των
οποιωνδήποτε ουκρανικών εδαφών στη Ρωσική
Ομοσπονδία, αυτομάτως μόλις αυτή συμβεί θα έχουν
τεθεί σε κίνηση οι τεκτονικές πλάκες του
διεθνούς συστήματος, καθώς η συγκεκριμένη
εξέλιξη θα αποδείξει στην πράξη πως η Μόσχα θα
έχει καταφέρει τελικά, με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο, να εκμεταλλευτεί όλες τις στρατηγικές
παραμέτρους οι οποίες καθιστούσαν εξαρχής τη
Ρωσία ως έναν εκ προοιμίου άνισο αντίπαλο για
την Ουκρανία, αψηφώντας παράλληλα και μια δομική
αρχή της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής
ασφάλειας: σύμφωνα με την Τελική Διάσκεψη του
Ελσίνκι το 1975 –την οποία συνυπέγραψαν τόσο οι
ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ– καμία εδαφική αλλαγή δεν
μπορεί να κριθεί νόμιμη, εφόσον αποτελεί προϊόν
άσκησης βίας.
Με άλλα
λόγια, η πιθανή προσχώρηση της Ουάσινγκτον στις
θέσεις της Μόσχας αναφορικά με την προσάρτηση
των ανατολικών ουκρανικών εδαφών θα διαταράξει
συθέμελα τις ισορροπίες των δυνάμεων στην
Ευρώπη, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κατά τα
άλλα ενθαρρυντική για το μέλλον των διατλαντικών
σχέσεων Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία. Αυτό
σημαίνει πως, στην πράξη, μένει να φανεί αν
ορισμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης –όπως η
Γερμανία, η Γαλλία, ή και το Ηνωμένο Βασίλειο–
θα αποδεχτούν σιωπηλά ένα νέο status quo στην
Ανατολική Ευρώπη, το οποίο παραπέμπει στην πρώην
σοβιετική σφαίρα επιρροής, ή αν θα αντιδράσουν
εντόνως απέναντι στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο,
όπως αναμένεται να κάνουν άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ
και του ΝΑΤΟ όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, αλλά
και οι Βαλτικές χώρες, των οποίων τα αμιγώς
εθνικά συμφέροντα απειλούνται τα μέγιστα από τον
ρωσικό αναθεωρητισμό. Εκεί ακριβώς κρύβεται και
το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου για την Ευρώπη,
ιδιαίτερα από τη στιγμή που έχει ήδη τεθεί σε
εφαρμογή η υλοποίηση του οράματος της ευρωπαϊκής
στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας: μήπως η
θυσία της ανατολικής Ουκρανίας μπορεί να γίνει
αποδεκτή –από τη στιγμή που δεν φαίνεται
δυνατό να αποτραπεί χωρίς την πλήρη προσήλωση
των ΗΠΑ σε αυτόν τον σκοπό– ώστε η Ευρώπη να
κερδίσει χρόνο στην προσπάθειά της για να
απεξαρτηθεί από την αμερικανική αμυντική
ομπρέλα;
Μια νέα
Γιάλτα, αλλιώς
Αδιαμφισβήτητα, η προσάρτηση οποιουδήποτε
τμήματος της ουκρανικής επικράτειας στη Ρωσία θα
αποτελέσει έναν θρίαμβο του αναθεωρητισμού
παγκοσμίως, και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει
να αποτελέσει αφορμή πανηγυρισμών, ακόμα κι αν
είναι πλέον πασιφανές πως αποτελεί τη μόνη λύση
στη συγκεκριμένη σύγκρουση, η οποία διαιωνίζεται
επικίνδυνα. Εφόσον η συνάντηση του Ντόναλντ
Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν οδηγήσει στο
συγκεκριμένο αποτέλεσμα, τότε οι παραλληλισμοί
της Αλάσκα με τη συμφωνία των ποσοστών μεταξύ
του Βρετανού Πρωθυπουργού, Γουίνστον Τσόρτσιλ,
και του Γενικού Γραμματέα της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ
Στάλιν, στη Γιάλτα σίγουρα δεν θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν έωλοι, καθώς αφορούν το ίδιο
αντικείμενο: τα γεωπολιτικά όρια της ρωσικής
σφαίρας επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη. Η
κρίσιμη διαφορά, ωστόσο, είναι πως, σε αντίθεση
με τον κατά τα άλλα ατόφια και αυθεντικά
ιδεολόγο και υπέρμαχο της σύσφιξης των
διατλαντικών σχέσεων Τσόρτσιλ, ο Τραμπ φαίνεται
πως θα εξακολουθήσει να υιοθετεί μια αμιγώς
συναλλακτική προσέγγιση στη χάραξη της
αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, επιλέγοντας
να μην κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε
γεωπολιτικούς συμμάχους και αντιπάλους, με ό,τι
αυτό συνεπάγεται.
Για τον
Αμερικανό Πρόεδρο, η διασφάλιση μιας συμφωνίας η
οποία θα ενισχύει την ασφάλεια της Ανατολικής
Ευρώπης στο διηνεκές ωχριά μπροστά στον
τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και στις
όποιες θριαμβολογίες ακολουθήσουν εκ μέρους του
Βλαντιμίρ Πούτιν· μια τέτοιου τύπου συμφωνία
μάλλον βολεύει και τους δύο σε τέτοιον βαθμό,
που ο ένας να μπορεί να αψηφήσει την προσπάθεια
του άλλου ώστε να του πιστωθεί ο τερματισμός του
πολέμου. Έτσι, στις 15 Αυγούστου του 2025 στην
Αλάσκα, το κάποτε χρυσοφόρο ανατολικότερο τμήμα
της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ο Ρώσος Πρόεδρος –και
νοσταλγός της ΕΣΣΔ και του Στάλιν, ο οποίος κι
εκείνος με τη σειρά του αναγνώριζε στους
τσάρους, τους οποίους διαδέχθηκε το καθεστώς των
Μπολσεβίκων, την αφοσίωσή τους στην προστασία
της ρωσικής σφαίρας επιρροής– θα έχει τη
δυνατότητα να διαγράψει τη μεγαλύτερη
διπλωματική νίκη της καριέρας του, όσο κι αν
αυτό δεν αρέσει στο Κίεβο, στις Βρυξέλλες, και
στο Λονδίνο· η γεωπολιτική πραγματικότητα έχει
την τάση να είναι αδυσώπητη, και ήρθε πλέον η
ώρα η Ευρώπη να προσαρμοστεί σ’ αυτήν όσο πιο
άμεσα γίνεται.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|