Χωρίς σημαντικές
αλλαγές πολιτικής, το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της
γερμανικής οικονομίας είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Ο
δυνητικός ρυθμός
ανάπτυξης αποτελεί
μια θεωρητική κατασκευή, η οποία αγνοεί τις βραχυπρόθεσμες
τάσεις επέκτασης και συστολής και αντ’ αυτού περιγράφει την
αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ που μπορεί να επιτύχει μια χώρα
μεσοπρόθεσμα.
Όπως έγραψε σε πρόσφατη
ανάλυση του ο Σάλομον Φίντλερ (οικονομολόγος της
Berenberg
Bank),
μια τυπική
προσέγγιση για την εκτίμηση του ποσοστού αύξησης της
οικονομικής παραγωγής είναι η πρόβλεψη των συνεισφορών από
διαφορετικούς παράγοντές της, συμπεριλαμβανομένης της
προσφοράς εργασίας και κεφαλαίου, καθώς και της ανάπτυξης
της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Υπό τις
παρούσες συνθήκες, όλοι οι τρεις παράγοντες δείχνουν πως θα
συμβάλουν λιγότερο στην ανάπτυξη από ό,τι τις προηγούμενες
δεκαετίες. Οι πιο πρόσφατες επίσημες εκτιμήσεις
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φανερώνουν
ότι η ετήσια δυνητική ανάπτυξη της Γερμανίας φθάνει μόλις το
0,7% έως το 2030. Αν και το ποσοστό 1,3% ως μέσος όρος ήταν
σημαντικά υψηλότερο την περίοδο 2010-2019, η πτωτική τάση
ξεκίνησε πολύ πριν από την πανδημία, διότι η πιθανή ανάπτυξη
υποχώρησε από το 1,7% το 2015 στο 1,1% το 2019. Ακόμα κι
έτσι, οι υπολογισμοί της Κομισιόν είναι υπεραισιόδοξοι. Τον
Σεπτέμβριο, κορυφαία γερμανικά οικονομικά ερευνητικά
ιδρύματα υπολόγισαν τη μέση ετήσια δυνητική ανάπτυξη στο
0,4% την επόμενη πενταετία.
H
συναινετική πρόβλεψη τροποποιεί τη μεθοδολογία που εφαρμόζει
η Κομισιόν,
βελτιώνοντας την αληθοφάνεια των παραγόντων της εργασίας,
του κεφαλαίου και της ανάπτυξης της συνολικής
παραγωγικότητάς τους. Επίσης, εμπεριέχει το συστατικό της
υψηλότερης συνεισφοράς από την αύξηση του κεφαλαίου.
Λόγω των μεταβολών στη
δημογραφική κατάσταση της χώρας, ο συνολικός αριθμός των
ωρών εργασίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά το δεύτερο
ήμισυ αυτής της δεκαετίας. Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία
των χαμηλών/μηδενικών ρύπων καταναλώνει τεράστιους πόρους κι
ακόμη περισσότερο λόγω της αναποτελεσματικής
μικροδιαχείρισης της κυβέρνησης. Οι αριθμητικά υπερβολικοί
κανονισμοί και το αυξανόμενο μερίδιο των λιγότερο
ειδικευμένων εργαζομένων παρεμποδίζουν την αύξηση της
παραγωγικότητας. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία οδεύει
προς πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου 2025. Η νέα
κυβέρνηση πιθανότατα θα προχωρήσει, αν μη τι άλλο, σε
ορισμένες μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης. Ωστόσο,
πιθανότατα θα υπολείπονται των μεταρρυθμίσεων μεγάλης
κλίμακας στη φορολογία και στην πρόνοια, της απορρύθμισης
και των ριζικών αλλαγών στην ενεργειακή πολιτική που
απαιτούνται για να ωθήσουν τη μέση δυνητική ανάπτυξη ακόμη
και στο 1% το 2025-2029.
|