Με τον
πληθωρισμό να εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα για την
παγκόσμια οικονομία, σχεδόν εφιάλτης για τις επιχειρήσεις
και τα νοικοκυριά. Οι κεντρικές τράπεζες κινδυνεύουν να
χάσουν τη μάχη για τη σταθερότητα των τιμών, καθώς αφηγήματα
και μνήμες του πληθωρισμού που τελούσαν εν υπνώσει
επανέρχονται στην επιφάνεια, προσθέτοντας ακόμα ένα στοιχείο
ψυχολογικής περιπλοκότητας στο έργο τους, που αφορά απλά και
μόνον το πώς θα συσφίξουν τη νομισματική πολιτική τους.
Όπως έγραφε
πριν από μερικές ημέρες το Reuters σε πρόσφατη ανάλυση του,
πέραν του να είναι αποκλειστικά ζήτημα περίσσειας χρήματος,
όπως επιμένουν οι αυστηροί μονεταριστές, πολλοί
οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η επιστροφή σε ένα καθεστώς
υψηλού πληθωρισμού βασίζεται εξίσου και στις αλλαγές στα
δημοφιλή αφηγήματα, που παγιώνουν τις προσδοκίες και
αλλάζουν τη συμπεριφορά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Και αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς, όπως αποτυπώνεται στη
διαπραγμάτευση των μισθών, στον καθορισμό των τιμών ειδών
και υπηρεσιών από τις εταιρείες ή ακόμα και στην τιμαριθμική
αναπροσαρμογή των δαπανών από την κυβέρνηση, τροφοδοτεί και
ενσωματώνει την άνοδο του πληθωρισμού με την πάροδο του
χρόνου. Αυτή είναι η «αυτονόμηση» των προσδοκιών που
φοβούνται περισσότερο οι κεντρικές τράπεζες.
Επειδή αυτό το
κυρίαρχο αφήγημα το διαμορφώνουν τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας, τόσο οι παραδοσιακές εφημερίδες, οι
ραδιοτηλεοπτικοί δίαυλοι ή οι διαδικτυακές ενημερωτικές
σελίδες όσο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τα ψηφιακά
φόρα, η παρακολούθηση των πρωτοσέλιδων γίνεται πολύτιμο
εργαλείο. Και η ταχύτητα με την οποία αυτό το αφήγημα μπορεί
να αλλάξει τώρα σε έναν κόσμο με τόσο γρήγορα και πανταχού
παρόντα μέσα ενημέρωσης, είναι πολύ πιο γρήγορη από ό,τι
όταν ο πληθωρισμός ήταν τόσο υψηλός, ήτοι προ 40 ετών. Εάν ο
λόγος ήταν μόνο η προσφορά χρήματος, θα περίμενες ότι τα
σχεδόν μηδενικά επιτόκια και η εκτύπωση χρήματος από τις
κεντρικές τράπεζες κατά την τελευταία δεκαετία θα είχαν κάτι
περισσότερο από έναν περιορισμένο αντίκτυπο στον πυρήνα του
πληθωρισμού, όπως αποδείχθηκε. Αντ’ αυτού, όμως, όλα τα
απορρέοντα χρήματα φάνηκε να έχουν καταλήξει σε
χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, χωρίς να ωθήσουν
ανοδικά ούτε τους μισθούς ούτε τις τιμές καταναλωτή. Ομως,
ένας κραδασμός από την πανδημία και στη συνέχεια το πιο
πρόσφατο σοκ με τις τιμές της ενέργειας τροποποίησε τον
δείκτη του πληθωρισμού πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Ο
πρόεδρος του Ινστιτούτου Αμούντι, Πασκάλ Μπλανκ, έχει
μελετήσει επί χρόνια τον ρόλο της αλλαγής των αφηγημάτων των
ΜΜΕ στην ενίσχυση των καθαρά αριθμητικών οικονομικών και
επενδυτικών μοντέλων. Επιμένει ότι η μακροχρόνια πεποίθησή
του ότι «επιστρέφουμε στη δεκαετία του 1970», του υψηλού
πληθωρισμού, υποστηρίζεται από αυτή την ανάλυση.
Οι εν λόγω
αλλαγές μπορούν να συμβούν ξαφνικά και εκθετικά, όπως εκτιμά,
διότι οι βραχυπρόθεσμες αναμνήσεις συνδέουν την ανοδική τάση
του πληθωρισμού του περασμένου έτους με τις μακροπρόθεσμες
αναμνήσεις περασμένων πληθωριστικών εποχών. Αυτή η
διαδικασία ήδη συμβαίνει και είναι πιθανό να είναι πολύ αργά
για τις κεντρικές τράπεζες να την ανακόψουν, ακόμα κι αν το
επιθυμούν. «Τα αφηγήματα διαδραματίζουν ρόλο στην εκθετική
εξάπλωση του πληθωρισμού σαν να πρόκειται για ιό,
μετατρέποντάς τον σε μαζικό φαινόμενο με εστίες
ανατροφοδότησης και αυτοεκπληρούμενες προφητείες», είπε ο
Πασκάλ Μπλανκ, προσθέτοντας ότι η τεχνητή νοημοσύνη μας
επιτρέπει να αναλύσουμε τα δεδομένα ευκολότερα. «Οι άνθρωποι
σχηματοποιούν προσδοκίες με τον ίδιο τρόπο που θυμούνται και
ξεχνούν», είπε, τέλος, αναφερόμενος σε αυτό που ονόμασε «συντελεστή
λήθης», ο οποίος διογκώνεται όσο απομακρύνεσαι από ένα
συμβάν ή ένα σοκ, αλλά μετά μπορεί να αλλάξει ξαφνικά χάρις
στα μέσα ενημέρωσης, καθ’ όσον λειτουργούν ως μοχλός
υπενθύμισης και επιτάχυνσης. |