Τα τελευταία χρόνια,
οι επενδυτές που διαχειρίζονται σχεδόν 30 τρισ. δολάρια σε
ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, hedge funds και κεφάλαια
επιχειρηματικών συμμετοχών είναι πιο πρόθυμοι να ασκήσουν
πολιτική επιρροή. Ο Στίβεν Μνούτσιν μετέφερε την εμπειρία
του από τα hedge funds στο υπουργείο Οικονομικών κατά την
πρώτη θητεία Τραμπ. Πιο πρόσφατα, ο Γκλεν Γιάνγκιν
μετακόμισε από τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια στην έπαυλη
του κυβερνήτη της Βιρτζίνια. Kαμία προεδρία, ωστόσο, δεν
υποστηρίζεται τόσο καλά από το κεφάλαιο όσο η επερχόμενη
κυβέρνηση της Αμερικής. Ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι
Βανς και ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ υπήρξαν ή έχουν γίνει
επιχειρηματίες κεφαλαίων. Και ο εκλεγμένος πρόεδρος επέλεξε
για το υπουργείο Οικονομικών τον διαχειριστή hedge fund Σκοτ
Μπέσεντ. Τι σημαίνει αυτό; Οτι τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια
και οι διαχειριστές τους μπορεί να συγκεντρώσουν όλο και
περισσότερο έλεγχο στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα μέσα από
λιγότερο ρυθμισμένες και διαφανείς κεφαλαιαγορές που
κυριαρχούνται από εταιρείες και χρηματοδότες για τους
οποίους οι Αμερικανοί γνωρίζουν ελάχιστα.
Όπως έγραψε σε
πρόσφατο άρθρο του στους New York Times ο κ. Ουίλιαμ
Μπέρντθιστλ (καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
του Σικάγου, διευθυντής του τμήματος διαχείρισης επενδύσεων
της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μεταξύ 2021 και 2024), εάν
αναλάβει τον ρόλο, ο Μπέσεντ θα είναι ο δεύτερος υποψήφιος
που θα μεταβεί από τη διαχείριση hedge funds στην ηγεσία του
υπουργείου Οικονομικών. Προηγουμένως, η θέση απευθυνόταν
κατά κύριο λόγο σε βετεράνους θεσμών του παλιού καθεστώτος
της Γουόλ Στριτ, τις επενδυτικές τράπεζες: ο Χένρι Πόλσον, ο
οποίος υπηρέτησε επί των ημερών Τζορτζ Μπους, και ο Ρόμπερτ
Ρούμπιν, επί προεδρίας Κλίντον, ήταν και οι δύο βετεράνοι
της Goldman Sachs. Ομως, ενώ οι επενδυτικές τράπεζες
υπόκεινται σε αυστηρές ρυθμίσεις, τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι
άναρχα και επενδύουν για δικό τους λογαριασμό. Το ιδιωτικό
χρήμα επισκιάζει τα πάντα, ακόμη και τους παλιούς τιτάνες
της Γουόλ Στριτ. Ανθησε με τα χαμηλά επιτόκια της κυβέρνησης
Μπάιντεν και τις υψηλές χρηματιστηριακές τιμές. Σε τέσσερα
χρόνια, τα περιουσιακά στοιχεία σε ιδιωτικά κεφάλαια
αυξήθηκαν κατά 34%, σε σχεδόν 28 τρισ. δολάρια το 2023 από
20,8 τρισ. δολάρια το 2020. Τα τελευταία χρόνια, τα
διοικητικά συμβούλια που διευθύνουν σημαντικά πανεπιστήμια,
μουσεία και καλλιτεχνικά κέντρα της Αμερικής κυριαρχούνται
από διαχειριστές κεφαλαίων. Ο Τζόσουα Μπέκενσταϊν, που
ηγείται του Yale Corporation, ήταν συμπρόεδρος της ιδιωτικής
εταιρείας επενδύσεων Bain Capital, ενώ το διοικητικό
συμβούλιο του Kennedy Center διευθύνεται από τον Ντέιβιντ
Ρουμπενστάιν, συνιδρυτή της Carlyle Group.
Αυτό που μοιράζονται
αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια είναι το περίφημο απόρρητό τους.
Απόρρητο που κρύβει πόσο επικίνδυνες μπορεί να είναι οι
στρατηγικές τους, πόση μόχλευση χρησιμοποιούν και τι είδους
προνομιακή μεταχείριση παρέχουν σε ορισμένους επενδυτές
έναντι άλλων. Περιορίζοντας τη δεξαμενή των συμμετεχόντων
τους σε μια μικρή ομάδα επενδυτών –συνήθως, πανεπιστημιακά
κονδύλια, κρατικά επενδυτικά ταμεία, συνταξιοδοτικές ομάδες
και άλλες εύπορες οντότητες– αυτά τα ταμεία είναι δομημένα
έτσι ώστε να αποφεύγουν τους ομοσπονδιακούς κανονισμούς. Πώς
θα μοιάζει λοιπόν μια προεδρία ιδιωτικών κεφαλαίων; Ενας από
τους πρωταρχικούς στόχους του κλάδου τώρα είναι να σπάσει το
ανάχωμα που χωρίζει τις επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων από
τις αποταμιεύσεις ζωής των απλών Αμερικανών. Οι νόμοι περί
τίτλων των ΗΠΑ περιορίζουν επί του παρόντος τις επενδύσεις
σε ιδιωτικά κεφάλαια σε πλουσιότερους επενδυτές. Επί
προεδρίας Τραμπ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το υπουργείο
Εργασίας θα μπορούσαν να δεχθούν πιέσεις ώστε μέρος των 8
τρισ. δολαρίων που συγκεντρώνονται σε αποταμιεύσεις να
επενδύεται σε ιδιωτικά κεφάλαια. Αν κάτι πάει στραβά, οι
απώλειες θα ήταν τεράστιες. Τότε θα ήταν εκατομμύρια απλοί
Αμερικανοί, όχι μόνο πλούσιοι διαχειριστές κεφαλαίων, που θα
αναζητούσαν κρατική υποστήριξη για ιδιωτικά κεφάλαια με κακή
απόδοση.
|