Το 2025 αναμένεται
να αποτελέσει μία χρονιά οικονομικής ανάκαμψης και
σταθερότητας, με την παγκόσμια οικονομία να βρίσκεται σε
καλύτερη θέση από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά την έκρηξη
της πανδημίας. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(ΔΝΤ), το παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)
προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,2%, διατηρώντας τη δυναμική
του 2024 και υπερβαίνοντας το επίπεδο του 2,9% που είχε
καταγραφεί το 2019. Οι προβλέψεις αυτές αντανακλούν την
ισχυροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο
επίπεδο, ενώ συνδυάζονται με υποχώρηση του πληθωρισμού, που
αναμένεται να φτάσει περίπου το 2%, πλησιάζοντας τους
στόχους των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Στις προηγμένες
οικονομίες, η ανάπτυξη αναμένεται να αγγίξει το 1,8%,
επίπεδο που παραμένει κοντά στον μέσο όρο 1,9% που είχε
καταγραφεί κατά την περίοδο πριν από την πανδημία. Ωστόσο, η
παγκόσμια ανάπτυξη εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον
μακροπρόθεσμο μέσο όρο της. Αυτό οφείλεται κυρίως στην
εξασθένηση του ρόλου της Κίνας ως βασικής οικονομικής
ατμομηχανής, καθώς και στις διαφορετικές επιδόσεις που
αναμένεται να παρουσιάσουν οι ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ειδικότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να συνεχίσουν
να ξεχωρίζουν, επιδεικνύοντας ισχυρή οικονομική απόδοση, η
οποία θα αντισταθμίσει τη σχετική αδυναμία που παρατηρείται
στην Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Η μείωση του
πληθωρισμού σε συνδυασμό με τη σταθερή ανάπτυξη δημιουργούν
ιδανικές συνθήκες για τη χαλάρωση της νομισματικής
πολιτικής. Οι κεντρικές τράπεζες, όπως η Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
(ΕΚΤ), που στο πρόσφατο παρελθόν αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα
επιτόκια με απότομο ρυθμό για να περιορίσουν τον πληθωρισμό,
πλέον βρίσκονται σε θέση να μειώσουν το κόστος δανεισμού.
Αυτή η μεταστροφή προς μία πιο ευμενή νομισματική πολιτική
αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την οικονομική
δραστηριότητα, παρέχοντας ανακούφιση τόσο στους πολίτες όσο
και στις επιχειρήσεις.
Παρά τις θετικές
αυτές εξελίξεις, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη διαχείριση
του δημόσιου χρέους από τις κυβερνήσεις. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι
το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα φτάσει το 100% του ΑΕΠ έως το
2030, δέκα μονάδες υψηλότερα από τα επίπεδα του 2019. Οι
κυβερνήσεις μεγάλων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η
Γαλλία, η Ιταλία, η Κίνα και η Βραζιλία, αναμένεται να
παρουσιάσουν δημοσιονομικά ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ
τουλάχιστον μέχρι το 2026. Επιπλέον, οι προσπάθειες για τη
μείωση αυτών των ελλειμμάτων έως το 2029 υπολείπονται κατά
πολύ των συστάσεων του ΔΝΤ.
Οι πολιτικές ηγεσίες
στις μεγαλύτερες οικονομίες φαίνεται να υιοθετούν μία σχεδόν
μόνιμη κατάσταση δημοσιονομικής επέκτασης, αποφεύγοντας τα
αναγκαία μέτρα για τη μείωση του χρέους. Αυτή η τάση
αποδίδεται, εν μέρει, στο πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η
επιβολή αυστηρότερων φορολογικών πολιτικών. Έρευνες, όπως
εκείνες του οικονομολόγου Αλμπέρτο Αλεσίνα, έχουν δείξει ότι
η αύξηση των φόρων κατά 1% του ΑΕΠ μπορεί να μειώσει το
μερίδιο ψήφων του κυβερνώντος κόμματος κατά περίπου 7% στις
επόμενες εκλογές.
Συνολικά, το 2025
προδιαγράφεται ως μία χρονιά σταθερότητας και ανάπτυξης για
την παγκόσμια οικονομία, παρά τις προκλήσεις που εγείρονται
από τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τις δημοσιονομικές
ανισορροπίες.
|