Όπως έγραψαν σε
πρόσφατη ανάλυση τους οι οικονομολόγοι της Berenberg Bank,
ΧΟΛΓΚΕΡ ΣΜΙΝΤΙΝΓΚ, ΦΕΛΙΞ ΣΜΙΝΤ, ΣΑΛΟΜΟΝ ΦΙΝΤΛΕΡ και ΑΝΤΡΙΟΥ
ΓΟΥΙΣΑΡΤ,καθώς οι κυβερνήσεις αναχρηματοδοτούν ομόλογα που
βαίνουν προς τη λήξη τους και εκδόθηκαν στη δεκαετία του
2010 με πολύ υψηλότερες αποδόσεις, τα έξοδα για τους τόκους
αυξάνονται. Το μέσο επιτόκιο του υφιστάμενου δημόσιου χρέους
εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από τις τρέχουσες αποδόσεις
των ομολόγων, επομένως αυτή η διαδικασία πρέπει να
συνεχιστεί. Πέραν της Γερμανίας, από το 2010 μέχρι την
πανδημία η ανοδική πίεση στο κόστος εξυπηρέτησης του
χρέους από τους αυξανόμενους όγκους χρέους αντισταθμίστηκε
από τις μειώσεις των επιτοκίων. Μοναδική ωφελημένη μεταξύ
των προηγμένων οικονομιών, η Γερμανία ευνοήθηκε επίσης από
την πτώση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.
Οπουδήποτε αλλού, τα
μεγαλύτερα βάρη του δημόσιου χρέους και τα υψηλότερα
επιτόκια ανεβάζουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους στο
υψηλότερο επίπεδο εδώ και πολύ καιρό.
Για να καταλάβουμε
τα μεγέθη, το 3% του ΑΕΠ που θα φτάσουν οι πληρωμές τόκων
στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία είναι παρόμοιο
με το ποσό που δαπανούν αυτές οι κυβερνήσεις για την
εκπαίδευση. Στο επίκεντρο τίθεται η δημοσιονομική
βιωσιμότητα: Οι υψηλότερες δαπάνες για τόκους οδήγησαν στο
τέλος μιας περιόδου ευνοϊκής δυναμικής του χρέους μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση. Προηγουμένως το ονομαστικό ΑΕΠ
αυξανόταν με ταχύτερο ρυθμό από τους συσσωρευμένους τόκους
του δημόσιου χρέους, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να έχουν
δημοσιονομικά ελλείμματα χωρίς να αυξάνεται το ποσοστό
χρέους προς ΑΕΠ. Τώρα που το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους
έχει εκτιναχθεί, οι κυβερνήσεις πρέπει να αυστηροποιήσουν τη
δημοσιονομική πολιτική για να αποφύγουν να βγει εκτός
ελέγχου το ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ.
Στο Ηνωμένο
Βασίλειο, οι προτεραιότητες της κυβέρνησης για υψηλότερες
επενδύσεις και χρηματοδότηση για τις δημόσιες υπηρεσίες
σημαίνουν ότι είναι πιθανό να χαλαρώσει κάπως τη
δημοσιονομική πολιτική σε σύγκριση με τα υπάρχοντα σχέδια.
Ωστόσο, ο στόχος της χρηματοδότησης των καθημερινών δαπανών
με έσοδα σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει
αυστηρότερη με την πάροδο του χρόνου. Στη Γαλλία, η νέα
κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ βρίσκεται σε σαθρό
έδαφος, καθώς δεν διαθέτει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και ο
Μπαρνιέ θα πρέπει να κάνει σημαντικές προσαρμογές για να
μειώσει το έλλειμμα, το οποίο πιθανότατα θα φτάσει στο 6,1%
το 2024. Πριν παρουσιάσει τα δημοσιονομικά σχέδιά του την
επόμενη εβδομάδα, έχει ήδη πει ότι θα μπορέσει να μειώσει το
έλλειμμα στο 3% που προβλέπουν οι κανόνες της Ε.Ε. το 2029,
πολύ πιο αργά από το αναμενόμενο. Ακόμα κι έτσι, το σχέδιό
του να αυξήσει τους φόρους, εκτός από τις περικοπές δαπανών,
προκαλεί ήδη κριτική, μεταξύ άλλων από τον πρόεδρο Εμανουέλ
Μακρόν.
Στις ΗΠΑ, το τρέχον
έλλειμμα 7% του ΑΕΠ την ώρα που η οικονομία αναπτύσσεται
καλά δεν δημιουργεί προβλήματα. Αν όμως η δυσλειτουργική
πολιτική των ΗΠΑ δεν προσφέρει ελπίδα για επιστροφή στη
σύνεση στο άμεσο μέλλον ή ο πληθωρισμός εκτοξευθεί ξανά, οι
επενδυτές θα χάσουν την υπομονή τους. Κάποια στιγμή οι
αγορές πιθανότατα θα αναγκάσουν τις ΗΠΑ να προσαρμόσουν τη
δημοσιονομική τους στάση με τον δύσκολο τρόπο.
Οι αγορές ομολόγων
θα γίνουν πιο σκληροί κριτές: Με το δημόσιο χρέος στο
υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων περίπου 60 ετών και τις
κεντρικές τράπεζες να ξεφορτώνονται τα ομόλογα που αγόρασαν
στο πλαίσιο των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης, ο ιδιωτικός
τομέας θα κληθεί να απορροφήσει μεγάλο βάρος τα επόμενα
χρόνια. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία θα πρέπει
να μειώσουν σημαντικά τα ελλείμματά τους για να συνεχίσουν
τα οικονομικά τους να περνούν από τον έλεγχο των επενδυτών
ομολόγων. |