Καθώς ο κόσμος
προσπαθεί να εκτιμήσει τον οικονομικό αντίκτυπο από την
πιθανή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου,
μια σημαντική διάσκεψη στη Σιγκαπούρη έθεσε ένα δύσκολο και
καθοριστικό ερώτημα: Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τις Ηνωμένες
Πολιτείες; Δεν είναι εύκολο να βρεθούν απλές και ξεκάθαρες
απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα.
Το γεγονός ότι
τέθηκε υπό εξέταση ήταν από μόνο του εντυπωσιακό. Οι
αμερικανικές εταιρείες κατέχουν τον τίτλο των μεγαλύτερων
επενδυτών στη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ πολλές χώρες της
περιοχής διατηρούν στενούς αμυντικούς δεσμούς με την
Ουάσινγκτον και έχουν ωφεληθεί από μια παγκόσμια εμπορική
δομή που βασίζεται στις ΗΠΑ. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της
περιοχής φαίνεται να αφιερώνουν εξίσου πολύ χρόνο
ανησυχώντας για το δολάριο και τις οικονομικές εξελίξεις
στις ΗΠΑ, όσο και για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στις
δικές τους χώρες. Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της τα
τελευταία χρόνια, η Κίνα δεν έχει κατορθώσει να αναλάβει την
ηγεσία που θα περίμεναν πολλοί.
Όπως έγραφε
προσφάτως το Bloomberg. Ωστόσο, η πρόκληση που τέθηκε στη
διάσκεψη του Ινστιτούτου Peterson για τη Διεθνή Οικονομία
και της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Lee Kuan Yew
αντικατοπτρίζει εν μέρει τις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες.
Η πιθανότητα επιβολής δασμών, ακόμα και στους εμπορικούς
εταίρους της Αμερικής, έχει προκαλέσει ανησυχία στους
επενδυτές. Τα νομίσματα των χωρών έχουν υποχωρήσει σε σχέση
με το δολάριο, και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής
προετοιμάζονται για πιο αργή ανάπτυξη. Υπάρχει μια ευρύτερη
ανησυχία ότι οι ΗΠΑ χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη
διατήρηση της παγκόσμιας εμπορικής και χρηματοοικονομικής
ηγεμονίας τους, και ότι από εγγυητής της σταθερότητας
μετατρέπονται σε πηγή αβεβαιότητας. Οι ανησυχίες αυτές δεν
προέκυψαν μόνο μετά τη νίκη του Τραμπ, αλλά έχουν ενταθεί
τους τελευταίους μήνες.
Στη διάσκεψη
συζητήθηκαν διάφορες λύσεις, όπως η άμεση επικοινωνία με τον
Τραμπ και η πρόταση μονομερών συμφωνιών για να μειωθεί η
πίεση ή να μεταφερθεί σε άλλες χώρες. Ο κίνδυνος αυτής της
προσέγγισης είναι ότι οι χώρες ενδέχεται να ακολουθήσουν η
μία την άλλη, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή του
Τραμπ. Προτάθηκαν επίσης πιο συντονισμένες προσπάθειες για
την ενίσχυση της περιφερειακής ολοκλήρωσης, οι οποίες
φαίνονται λογικές σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά αποδεικνύονται
δύσκολες στην πράξη. Για παράδειγμα, οι χώρες της
Νοτιοανατολικής Ασίας δεν έχουν την ίδια στενή σχέση όπως τα
μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η συλλογική δράση σε
εμπορικά, αντιμονοπωλιακά ή νομισματικά ζητήματα παραμένει
μακριά από την πραγματικότητα.
Λίγες μέρες πριν από
τη διάσκεψη, ο Τραμπ εξέφρασε την αντίθεσή του στην πρόταση
για την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος για τις χώρες
BRICS, μια ιδέα που φαίνεται πολύ απομακρυσμένη, αν ποτέ
υλοποιηθεί. Το τι ακριβώς προκάλεσε αυτή την αντίδραση από
τον εκλεγμένο πρόεδρο παραμένει ασαφές, αλλά ανέδειξε μια
αντίφαση στην αντίληψή του για το δολάριο: ενώ απειλεί να
επιβάλει κυρώσεις σε χώρες που προσπαθούν να απομακρυνθούν
από το δολάριο, ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ένα ισχυρό
δολάριο πλήττει την αμερικανική βιομηχανία. Ο πρώην
επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου,
Μορίς Όμπστφελντ, σημείωσε ότι μια συντονισμένη προσπάθεια
να εξασθενήσει το δολάριο, όπως στη συμφωνία του Plaza το
1985, είναι απίθανη σήμερα, καθώς οι αγορές έχουν αναπτυχθεί
πολύ και δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις κυβερνητικές
παρεμβάσεις.
Ακόμα και οι αγορές
μπορεί να περιορίσουν τις αυθόρμητες αποφάσεις του Τραμπ. Η
θεωρία ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις στις χρηματοοικονομικές
αγορές μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική χάραξη είναι
παλιά, αλλά συνεχίζει να έχει ισχύ. Σήμερα, ο δείκτης S&P
500 μπορεί να θεωρηθεί ως "διαιτητής" της πολιτικής. Η
εφαρμογή των πολιτικών Τραμπ, όπως η μαζική απέλαση
ανασφάλιστων εργαζομένων και η επιβολή δασμών, θα μπορούσε
να έχει σημαντική επίδραση στην αμερικανική οικονομία,
σύμφωνα με τον Γουόρικ ΜακΚίμπιν από το Australian National
University. Όταν οι πολιτικές υλοποιηθούν, οι αγορές θα
"τιμολογήσουν" τις επιπτώσεις τους και αυτό θα μπορούσε να
δείξει αν η πορεία της χώρας θα αλλάξει.
Οι "ασκήσεις
φαντασίας" για έναν κόσμο χωρίς ηγεσία από τις ΗΠΑ δεν είναι
καινούργιο φαινόμενο, αλλά εξυπηρετούν έναν σκοπό και
συνήθως αντανακλούν τις ανησυχίες της εποχής. Όταν η Κίνα
περιοριζόταν από την πολιτική Zero Covid, δεν ήταν παράλογο
να σκεφτούμε πώς θα ήταν ο κόσμος με μια λιγότερο ισχυρή
κινεζική οικονομία. Στη δεκαετία του 1940, όταν το Ηνωμένο
Βασίλειο κινδύνευε με χρεοκοπία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, οι New York Times είχαν θέσει το ίδιο ερώτημα για
έναν κόσμο χωρίς τη βρετανική ηγεμονία. Το σενάριο εκείνο
φάνηκε ανησυχητικό και έδειξε την έκταση της αμερικανικής
βοήθειας που χρειάζονταν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως
περιγράφει ο Μπεν Στιλ στο βιβλίο του "Η Μάχη του Μπρέτον
Γουντς".
Η οικονομία της
Κίνας δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, παρά τα προβλήματα που
αντιμετωπίζει μετά την πανδημία. Οι ΗΠΑ, εξάλλου, δεν
βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης όπως το Ηνωμένο Βασίλειο
τότε. Ωστόσο, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις εναλλακτικές,
έστω και για να υπενθυμίσουμε πόσο κρίσιμη είναι η παρουσία
των μεγάλων δυνάμεων, παρά τις αναταράξεις. Οι ΗΠΑ δεν
πρόκειται να εγκαταλείψουν την Ασία, καθώς τα συμφέροντά
τους είναι τεράστια, και η Κίνα δεν φαίνεται να έχει την
επιθυμία ή την ικανότητα να αναλάβει παγκόσμια ηγεσία. Η
δυσκολία να καλυφθεί το κενό που θα μπορούσε να αφήσει η
Αμερική ενισχύει μόνο τη σημασία της και την αναντικατάστατη
θέση της στον κόσμο.
|