Η
Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει στόχο να μηδενίσει την
έκλυση αερίων που μολύνουν την ατμόσφαιρα στην Ευρώπη έως το
2050, κυρίως μέσω του τερματισμού της χρήσης λιθάνθρακα από
τον ενεργειακό τομέα. Ομως, ενώ η Ευρώπη θέλει να είναι
παγκόσμια ηγέτιδα στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, το
ερώτημα είναι εάν μπορεί να επιτύχει τον στόχο της και με
ποιο κόστος. Το έργο είναι φιλόδοξο και τα εμπόδια μεγάλα.
Όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο
του στο Project Syndicate o
Xavier
Vives (καθηγητής Οικονομικών στο IESE Business School), η
πανδημία κατέδειξε το μέγεθος των αλλαγών που απαιτούνται
για τη μαζική μείωση της χρήσης άνθρακα. Οι καταναλωτές και
οι πολιτικοί θέλουν να αποφύγουν ένα τέτοιο σοκ με τη
σταδιακή παροχή φθηνής, πράσινης ενέργειας. Η σωστή πολιτική
και η τεχνολογική πρόοδος θα φέρουν αυτόν τον στόχο κοντά,
αλλά, προς το παρόν, υπάρχουν συμβιβασμοί που γίνονται.
Επειδή ο
άνθρακας πρέπει να φορολογείται επαρκώς λόγω των αρνητικών
επιπτώσεών του στο περιβάλλον, η τιμή των εκπομπών
διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να αυξηθεί, γεγονός που θα
κάνει το ρεύμα πιο ακριβό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο,
μαζί με την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, οι
Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν προσφάτως αύξηση των τιμών
ηλεκτρικής ενέργειας. Προάγγελος των πολιτικών συνεπειών
αυτής της εξέλιξης ήταν η εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων»
στη Γαλλία, η οποία ήρθε ως αντίδραση το 2018 σε μια μέτρια
αύξηση των φόρων στα καύσιμα.
Η Ευρώπη
πρέπει να εισάγει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που
χρειάζεται. Αλλά για να εξασφαλίσει επαρκή εφοδιασμό,
βρίσκεται στο έλεος χωρών όπως η Ρωσία και η Αλγερία, οι
οποίες τείνουν να χρησιμοποιούν τους πόρους φυσικού αερίου
τους γεωπολιτικά (έναντι της Ουκρανίας και του Μαρόκου,
αντίστοιχα). Η Ρωσία προμηθεύει το 1/3 του φυσικού αερίου
που χρειάζεται η Ευρώπη και πιέζει για την ενεργοποίηση του
Nord Stream 2, ενός αγωγού για την απευθείας παράδοση αερίου
στη Γερμανία, παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Η κατάσταση
χειροτερεύει, με μεμονωμένες χώρες όπως η Γερμανία ή η
Ισπανία και όχι η Ευρωπαϊκή Ενωση, να διαπραγματεύονται με
τους προμηθευτές. Αξιοποιώντας αυτή τη δυναμική, η Ρωσία
απέδειξε πρόσφατα ότι μπορεί να επηρεάσει την τιμή του
φυσικού αερίου περιορίζοντας την προσφορά.
Βέβαια,
υπάρχουν ιδέες που αξίζει να εξεταστούν. Η Τσεχία, η Ελλάδα,
η Γαλλία, η Ισπανία και η Ρουμανία πρότειναν να συντονίσει η
ΕΕ τις αγορές φυσικού αερίου και να δημιουργήσει ένα
στρατηγικό απόθεμα. Πρόκειται για μια εξαιρετική ιδέα, καθώς
θα αυξήσει τόσο τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ αλλά θα
βελτιώσει και την ασφάλεια του εφοδιασμού.
Εάν η
Ευρώπη θέλει να απελευθερώσει τον αγώνα κατά της κλιματικής
αλλαγής από την πολιτική της ενεργειακής ασφάλειας, πρέπει
πρώτα να επιτύχει ένα ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα σε μια
ολοκληρωμένη αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αγνοήσει
την πιθανή συμβολή της πυρηνικής τεχνολογίας, όπως επεσήμανε
η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή.
Επιπλέον,
είναι απαραίτητη μια ενιαία ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική
για την προμήθεια και αποθήκευση φυσικού αερίου, όπως και οι
επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών μεταξύ των
οποίων η δέσμευση άνθρακα και το πράσινο υδρογόνο. Αλλά η ΕΕ
δεν μπορεί να είναι αφελής. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί
παγκόσμιο πρόβλημα. Εάν η μείωση των ρύπων στην Ευρώπη
αντισταθμιστούν σε άλλα μέρη του κόσμου, δεν θα υπάρξει
πρόοδος και η Ευρώπη θα καταλήξει λιγότερο ανταγωνιστική.
Για την αντιμετώπιση αυτής της ανησυχίας θα χρειαστεί φόρος
προσαρμογής στον άνθρακα.
Η ΕΕ έχει
τη φήμη ότι ενεργεί μόνο όταν βρίσκεται στα πρόθυρα της
καταστροφής. Μπορεί κάλλιστα να βρισκόμαστε σε μια τέτοια
στιγμή. Ο χειμώνας έρχεται.
|