| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

Από το Marx ως το Soros

Καθημερινή Στήλη με άρθρα για την παγκόσμια οικονομία

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

 

Ο πόλεμος της Ρωσίας & Τα μαθήματα για την Κίνα

 

00:01 - 27/06/22

 

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, γρήγορα εμφανίστηκαν δύο απόψεις στη Δύση σχετικά με τα μαθήματα που θα διδασκόταν η Κίνα από τον πόλεμο. Η πρώτη πρότεινε ότι η αποτυχία του ΝΑΤΟ να αποτρέψει τη Ρωσία – ή να υπερασπιστεί άμεσα την Ουκρανία – θα ενέπνεε την Κίνα να φέρει πιο κοντά το χρονοδιάγραμμα για μια προγραμματισμένη εισβολή στην Ταϊβάν ή ακόμη και να εκμεταλλευτεί το χάος που προκάλεσε ο πόλεμος για να επιτεθεί στο νησί άμεσα. Αλλά αφότου ο ρωσικός στρατός από πολύ νωρίς βρέθηκε αντιμέτωπος με σημαντικές και απροσδόκητες προκλήσεις, εμφανίστηκε μια άλλη σχολή ανάλυσης που πρεσβεύει ότι η Κίνα έχει πλέον αποτραπεί σε μεγάλο βαθμό από το να επιχειρήσει ποτέ να καταλάβει την Ταϊβάν.

 

Όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate o Κevin Rudd (υπήρξε δύο φορές πρωθυπουργός της Αυστραλίας - Πρόεδρος της Asia Society και συγγραφέας του βιβλίου The Avoidable War: The Dangers of a Catastrophic Conflict μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας του Xi Jinping (PublicAffairs, 2022) και οι δύο αυτές απόψεις είναι επιφανειακές, παραπλανητικές και απλώς λάθος. Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν είναι ο τύπος ηγέτη που αφήνει οτιδήποτε και οποιονδήποτε να τον εκτρέψει από την πορεία που προτιμάει – συμπεριλαμβανομένου του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτός και η υπόλοιπη κινεζική ηγεσία σίγουρα θα αντλήσουν στρατιωτικά και οικονομικά μαθήματα από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αλλά η Κίνα ούτε θα επιταχύνει ούτε θα αναβάλει το χρονοδιάγραμμα που προτιμά για ότι και να βλέπει να συμβαίνει στα πεδία μαχών του Ντονμπάς.

 

Ούτε θα μεταβληθεί η αποφασιστικότητα του Σι να καταλάβει την Ταϊβάν απ’ ότι κι’ αν συμβαίνει στην Ασία, σχετικά με το θέμα αυτό. Ο χωρισμός της Ταϊβάν από την μητέρα πατρίδα ανέκαθεν συμβόλιζε την εποχή της κινεζικής αδυναμίας έναντι του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, η ύπαρξη μιας Ταϊβανέζικης διοίκησης πέραν του ελέγχου της κυβέρνησης στο Πεκίνο είναι μια οδυνηρή χαίνουσα πληγή. Πράγματι, η επανένωση της Ταϊβάν με την πατρίδα είναι κεντρικό αφήγημα στην υπόσχεση του Σι να ολοκληρώσει την επανάσταση του Μάο Τσε Τουνγκ. Αυτό καθιστά την επανένωση απαραίτητη τόσο για την πολιτική νομιμοποίηση του ΚΚΚ όσο και για τη θεοποίηση του ίδιου του Σι μέσα στο πάνθεον του ΚΚΚ.

 

Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του, ο Σι έχει εδραιώσει τη σιδερένια πυγμή του στο κινεζικό κομματικό κράτος. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, τα λάθη πολιτικής, κυρίως στην οικονομία – όπου η στροφή προς την «αριστερά» και τα συγκεντρωτικά μέτρα όπως η στρατηγική lockdown «μηδέν-COVID» έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα και την ανάπτυξη– καθώς και μια υπερβολική έκθεση σε εξωτερικές υποθέσεις, τον έχουν αφήσει ανοικτό σε επικρίσεις. Ωστόσο, η θώκος του – και h επανεκλογή του αυτό το φθινόπωρο για άλλη μια θητεία ή και ισόβια – παραμένει πολύ ασφαλής. Αλλά η αποτυχία να αποτρέψει μια προσπάθεια επίσημης ανεξαρτησίας από την Ταϊβάν θα ήταν μια αποτυχία εντελώς διαφορετικού μεγέθους: κανένας Κινέζος ηγέτης δεν θα μπορούσε να επιβιώσει από μια τέτοια ταπείνωση.

 

Η Βασική Οδηγία

 

Ωστόσο, για τον Σι, η επανένωση δεν αμφισβητείται. Όπως το έθεσε σε ένα μήνυμα προς τους Ταϊβανέζους «συμπατριώτες» του το 2019, η επιστροφή της Ταϊβάν στην τρυφερή αγκαλιά της ηπειρωτικής χώρας είναι «μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους». Επιπλέον, έχει δώσει σε αυτήν την «απαραίτητη απαίτηση» ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα: πρέπει να υλοποιηθεί πριν από το 2049, την 100η επέτειο από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και την ημερομηνία που ο Σι έχει ορίσει, σύμφωνα με το «Κινεζικό Όραμα» του, για την ολοκλήρωση της «μεγάλης αναζωογόνησης». Αλλά δεδομένου ότι ο Σι σκοπεύει πλήρως να κατοχυρωθεί στην κινεζική ιστορία ως πνευματικός διάδοχος του Μάο ενώ ακόμη βρίσκεται στην εξουσία, το πιο πιθανό χρονοδιάγραμμα για την επανένωση είναι από τώρα έως το 2035, ώστε να συνταξιοδοτηθεί με αδιαμφισβήτητη υστεροφημία.

 

Οι στρατιωτικές και οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ρωσία στην Ουκρανία δεν θα επηρεάσουν τον στόχο του Σι. Αντίθετα, είναι πιθανό να τον αναγκάσουν να διασφαλίσει και με το παραπάνω την ετοιμότητα του κινεζικού στρατού να καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία, εάν δώσει τη διαταγή. Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας και οι προσπάθειες να ενσταλάξει αυξημένη πειθαρχία στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μόλις ο Σι ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2013. Εκείνη τη χρονιά, ξεκίνησε μια εκστρατεία για την εξάλειψη της διαφθοράς στο στράτευμα, και αυτό ακολουθήθηκε από εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις το 2015 για να διασφαλιστεί ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός θα μπορούσε να «πολεμήσει και να κερδίσει» σύγχρονους, «πληροφοριο-κεντρικούς» πολέμους.

 

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν αναθεωρήσεις της οργανωτικής και διοικητικής δομής του Στρατού, εκπαίδευση για τη διεξαγωγή μεικτών επιχειρήσεων, βελτιωμένα logistics και δυνατότητες προβολής ισχύος, και ανάπτυξη και ενσωμάτωση μιας σειράς προηγμένων υπερηχητικών πυραύλων και άλλων σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Η παρατήρηση των ρωσικών αναποδιών στην Ουκρανία δεν θα αλλάξει τον θεμελιώδη στρατηγικό στόχο να καταστεί στρατιωτικά εφικτή η κατάληψη της Ταϊβάν.

 

Όνειρα ανοικτής θαλάσσης

 

Για τον σκοπό αυτό, οι ηγέτες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού είναι σχεδόν βέβαιο ότι παρακολουθούν στενά τις επιδόσεις  των Ρώσων ομολόγων τους προκειμένου να εντοπίσουν τομείς στους οποίους μπορούν να βελτιωθούν οι ίδιοι. Η Κίνα, σε αντίθεση με τη Ρωσία, δεν έχει πρόσφατη άμεση πολεμική εμπειρία πολέμου από την οποία να διδαχθεί. Ο Στρατός πολέμησε για τελευταία φορά σε μείζονα πόλεμο πριν από σχεδόν μισό αιώνα, όταν ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ διέταξε εισβολή στο Βιετνάμ. Αλλά αυτός ο σύντομος συνοριακός πόλεμος τελείωσε πολύ άσχημα για την Κίνα. (Σε έναν απόκοσμο 7παραλληλισμό με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, όπου ο Πούτιν συναντήθηκε με τον Σι λίγο πριν ξεκινήσει τον πόλεμο, ο Ντενγκ συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ, λέγοντάς του ότι το Βιετνάμ επρόκειτο να «πληγεί».)

 

Κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα σχετικά με την Ταϊβάν, η Κίνα δεν έχει καμία εμπειρία ναυτικού πολέμου, πέρα ​​από μερικά ελάσσονα περιστατικά στη Νότια και Ανατολική Σινική Θάλασσα. Στην πραγματικότητα, η τελευταία φορά που κινεζικά πλοία συμμετείχαν σε ναυτική σύγκρουση μεγάλης κλίμακας ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Σινοϊαπωνικού Πολέμου το 1894-95, ο οποίος επίσης έληξε άσχημα για την Κίνα.

 

Ως εκ τούτου, οι ρωσικές στρατιωτικές αποτυχίες στην Ουκρανία θα ενισχύσουν τη μακροχρόνια παράδοση στρατηγικής περίσκεψης του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού σχετικά με τις δυσκολίες που συνεπάγεται η εισβολή στην Ταϊβάν. Για να πετύχει οποιαδήποτε εισβολή, ο Στρατός θα χρειαζόταν να διεξαγάγει μια περίπλοκη αμφίβια επιχείρηση – κάτι στο οποίο δεν έχει πρακτική εμπειρία – μεγαλύτερη σε κλίμακα από την απόβαση της D Day στη Νορμανδία το 1944. Ως εκ τούτου, o Στρατός έχει από καιρό συμπεράνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να αποβιβάσει μια τόσο συντριπτική δύναμη ώστε να σαρώσει όλες τις αμερικανικές, ταϊβανέζικες και συμμαχικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να υπερασπίζονται το νησί. Αυτό το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από τα ολοένα και πιο σαφή μηνύματα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους -κυρίως την Ιαπωνία- ότι θεωρούν την άμυνα της Ταϊβάν ως κρίσιμη για τα συμφέροντά τους. Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Κίνας αναγνωρίζουν έτσι πλήρως το χάσμα που θα χρειαστεί να κλείσουν για να επιτύχουν το απαραίτητο επίπεδο υπεροχής ισχύος.

 

Ο Σι είχε ήδη επισπεύσει το αρχικό χρονοδιάγραμμα για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού πολύ πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το τελευταίο πενταετές σχέδιο της Κίνας, που εγκρίθηκε στις αρχές του 2021, μετέφερε την ημερομηνία ολοκλήρωσης από το 2035 στο 2027. Εάν όλα πάνε ομαλά (από την οπτική γωνία του Σι), ο εκσυγχρονισμός θα ολοκληρωθεί λίγο πριν ξεκινήσει το de facto χρονοδιάγραμμα για την επανένωση με την Ταϊβάν στις αρχές της δεκαετίας του 2030. Υπό αυτό το πρίσμα, η εμπειρία της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν θα ωθήσει την Κίνα να δράσει νωρίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 2020, αλλά σίγουρα θα εμβαθύνει την πεποίθηση του Σι να τηρηθεί το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμά του.

 

Πρόσω ολοταχώς

 

Το τελευταίο μάθημα που θα πάρει η κυβέρνηση της Κίνας από την εμπειρία της Ρωσίας είναι ότι είναι σημαντικό να θωρακίσει την κινεζική οικονομία απέναντι στις διάφορες χρηματοοικονομικές και νομισματικές κυρώσεις που χρησιμοποιούν τώρα οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση για να απομονώσουν και να εξασθενίσουν τη Ρωσία.

 

Για να αποφύγει την ίδια μοίρα, η κυβέρνηση του Σι θα επιταχύνει τις μακροχρόνιες προσπάθειες για την ενίσχυση της διεθνούς θέσης του εθνικού νομίσματος, το άνοιγμα του ισοζυγίου κεφαλαίου της Κίνας και την αύξηση του μεριδίου του νομίσματος στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα. Αυτό θα καταστήσει πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους το να δεσμεύσουν κινεζικά περιουσιακά στοιχεία απ’ ότι το να παγώσουν τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας.

 

Ο Σι θα έχει επίσης κίνητρο να διπλασιάσει τις προσπάθειές του να καταστήσει την Κίνα «αυτοδύναμη» οικονομία, αποσυνδέοντας επιλεκτικά τις αλυσίδες εφοδιασμού από τη Δύση, υποστηρίζοντας την εγχώρια τεχνολογική αυτάρκεια και διασφαλίζοντας επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια. Αλλά πέρα ​​από το να ωθήσει την Κίνα να επιταχύνει αυτές τις υπάρχουσες πολιτικές, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι απίθανο να αλλάξει σημαντικά την προοπτική του καθεστώτος. Υπό τον Σι, η Κίνα έχει ήδη επιδιώξει την οικονομική αυτάρκεια, την οικονομική και τεχνολογική ανθεκτικότητα και έναν στρατιωτικό εκσυγχρονισμό με στόχο να διεκδικήσει, και κάποια μέρα να εκτοπίσει τις ΗΠΑ, από την στρατηγική πρωτοκαθεδρία.

 

Για τον Σι, έναν μαρξιστή-λενινιστή οπαδό του διαλεκτικού υλισμού, τα γεγονότα στην Ουκρανία δεν θα αλλάξουν θεμελιωδώς τη μεγάλη «τάση των καιρών», την οποία ο ίδιος έχει ορίσει ως «η Ανατολή ακμάζει, η Δύση παρακμάζει». Ο Σι προσωπικά πιστεύει ότι είναι «σπουδαία προσωπικότητα», ικανός να κατευθύνει τα ιστορικά ρεύματα και να εκπληρώσει το πεπρωμένο της Κίνας – μεταξύ άλλων μέσω της επανένωσης της Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα.

 

Ο Σι και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός θα παρακολουθήσουν τις στρατιωτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Ρωσία στην Ουκρανία με έντονο ενδιαφέρον, αλλά πάντα με βάση μια στρατηγική προσέγγιση που είναι γενικά συντηρητική σχετικά με την ανάληψη στρατιωτικού κινδύνου. Σε αντίθεση με τον Πούτιν, η Κίνα κατανοεί ήδη σιωπηρά τη διαχρονική προειδοποίηση του Σουν Τζου ότι, «Η τέχνη του πολέμου είναι ζωτικής σημασίας για το κράτος. Είναι θέμα ζωής και θανάτου, ένας δρόμος είτε προς την ασφάλεια είτε προς την καταστροφή. Ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείμενο έρευνας που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παραμεληθεί».

 

Έτσι, οι Κινέζοι θα παρακολουθήσουν τι συμβαίνει στην Ουκρανία με το βλέμμα προς την αποφυγή των λαθών του Πούτιν και με μια βαθιά πεποίθηση ότι η Κίνα μπορεί να τα καταφέρει, και μάλιστα καλύτερα. Φυσικά, ο κίνδυνος για τον Σι είναι ότι μια τέτοια πεποίθεση θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί τόσο παραληρηματική όσο η πεποίθηση του Πούτιν ότι θα κατακτούσε την Ουκρανία σε λίγες μέρες.

 

Εν τω μεταξύ, η Αμερική και η Ταϊβάν αντιμετωπίζουν την πρόκληση της δημιουργίας αποτελεσματικών επιπέδων αποτροπής, έτσι ώστε όταν το χρονοδιάγραμμα που θέλει ο Σι φτάσει στην αποφασιστική στιγμή, ο Στρατός δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να τον ενημερώσει ότι οι στρατιωτικοί κίνδυνοι είναι ακόμη πολύ μεγάλοι για να ξεκινήσει μια εισβολή. Στην Ουάσιγκτον, και στις συμμαχικές πρωτεύουσες της Ασίας, ο στόχος κατά την επόμενη επικίνδυνη δεκαετία θα είναι να αυξηθούν αυτοί οι κίνδυνοι στο βαθμό που ο Σι θα συνεχίζει να το ξανασκέφτεται.

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

 

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum